17

Μνήμες του διωγμού και της προσφυγιάς

του Δημήτρη Κακογιάννη

ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

 

ΘΑΝΑΣΗ Γ. ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

 

Πάντα ξυπνούν οι βαθειά θαμμένες μα ολοζώντανες, φοβερές κι’ ανατριχιαστικές παιδικές θύμησες.

 

Να , εκεί, που όσο περνούν τα χρόνια, γυρίζει ο νους πολλές φορές σε όλα εκείνα που έζησε κανείς και τα θυμάται ένα-ένα, με τα κύρια και καταλυτικά γεγονότα, χωρίς να τάχει αμαυρώσει ο χρόνος, με τις εικόνες των ζωηρές και ανεξίτηλες, γεγονότα και εικόνες που σημάδεψαν τη ζωή των όσων τα έζησαν και τις είδαν.

 

Ακόμα εκεί που διαβάζεις κείμενα για τη Μικρασία, εκεί που αναζητάς στον όποιο χάρτη δεις τα παράλια της Μικρασίας, τον τόπο που γεννήθηκες με τα νησιά μας απέναντι. Και σε κάθε πια επέτειο, ατόφιες μπροστά σου οι σκηνές, οι γιομάτες δέος και ανατριχίλα θανάτου, οι σκηνές του βασανισμού, του βιασμού και της ατίμωσης, βαθειά χαραγμένες και άσβεστες.

 

Η πονεμένη μορφή της χαροκαμένης μάνας, η ορφάνια, τα πονεμένα παιδικά πρόσωπα, είναι ό,τι απόμεινε από εκείνη την εποχή του διωγμού και μετά για πολλά κατοπινά χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κύκλο του φονικού, της καταστροφής και του ξεριζωμού, άσβεστη και ζωντανή η απέραντη άφθαρτη μνήμη.

Σ’ αυτό το πέρασμα των χρόνων, όσο κι’ αν η ζωή πορεύεται και ξεμακραίνει απ’ ό,τι στάθηκε ένα ιστορικό και καθοριστικό σημείο για έναν ολόκληρο ξεριζωμένο πληθυσμό κι’ άλλο τόσο για έναν ολόκληρο λαό, ναι, πάντα μένουν ζωηρές κι’ αναλλοίωτες οι μορφές, οι εικόνες, οι οιμωγές, που κλείνουν αυτές οι θύμησες της συμφοράς, του θανάτου, του τρόμου και της ατίμωσης, του καταβασανισμού και του ολέθρου.

 

Οι πόλεμοι μάχονται τον άνθρωπο όχι μονάχα στα πεδία των μαχών ως σήμερα.

Μάχονται τη ζωή, όπου κι’ αν ενσαρκώνεται. Και η ζωή στο τέλος εξουθενωμένη, συντριμμένη σε χίλια κομμάτια, αναβιώνει ξανά για να συνεχίσει τη διαδρομή της, ώσπου πάλι άλλος πόλεμος να την ξανακαταστρέψει για να ξανανθίσει όσο θάναι μπορετό.

Γι’ αυτό η πιο ανθρώπινη ευχή είναι, από καταβολής του κόσμου, η ειρήνη.

Έτσι κι’ έγινε στη Μικρασία, στα ξακουστά ελληνικά παράλιά της.

Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που άρχισε το 1914, άγγιξε τις πρώτες του μέρες εκείνους τους τόπους. Κι’ οι πάτριοι εκείνοι τόποι με τη σφύζουσα ελληνική πνοή και πίστη, άδειασαν.

 

Ο αλλόθρησκος εχθρός σκόρπισε τους πληθυσμούς των Χριστιανών κατοίκων στην Ελλάδα.

Προσφυγιά κάπου έξη χρόνια. Κι’ ύστερα ξαναγύρισμα στις Πατρίδες.

Μύριοι κόποι να ξαναναστηθεί στους πατρογονικούς τόπους η ζωή.

 

Στα Αλάτσατα, μια μικρή κωμόπολη με 15.000 κατοίκους Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους, που βρίσκεται στη χερσόνησο Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης και σε απόσταση 70 χιλιομέτρων, είχε φθάσει εκείνο τον Αύγουστο του 1922 ο απόηχος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο μέτωπο της Μικρασίας.

 

Ημέρα με την ημέρα βάραινε πάνω σε όλους τους κατοίκους το φοβερό προαίσθημα της επερχόμενης συμφοράς.

Μια αβεβαιότητα ανάμικτη με τρόμο σκέπαζε το χωριό, όπως έλεγαν τη μικρή τους κωμόπολη οι κάτοικοί της, όσο πλήθαιναν τα νέα του μετώπου που κατέρρεε.

Οι κάτοικοι, μπροστά στ’ αποκαρδιωτικά μηνύματα της υποχώρησης του στρατού μας και της καθόδου των διαβόητων Τσετών και του Τουρκικού στρατού, που μαζί απλώνονταν αιμοχαρείς, νικηφόροι και εκδικητές προς τη Σμύρνη και τα παράλια, αντιμετώπιζαν το παράλογο δίλημμα να μείνουν στον τόπο τους, στην πατρίδα, ή να την αφήσουν πάλι και να φύγουν στην ξενιτειά.

 

Στη μικρή αυτή πολιτειούλα ήταν πολύ ζωντανά τα πατριωτικά αισθήματα των κατοίκων της και βαθειά η χριστιανική πίστη τους.

Ήταν αφέλεια ακόμα και η σκέψη να μείνουν.

Κι΄ όμως ο καημός και τα βάσανα της πρώτης προσφυγιάς, κι’ ύστερα το ξαναζωντάνεμα της πατρίδας, να, η αιτία του διλήμματος. Οι χριστιανοί ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων. Ελάχιστες οι τουρκικές οικογένειες, γι’ αυτό και πολύ λίγοι κάτοικοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα.

 

Στο γυρισμό, στα 1920, ύστερα από τον πρώτο διωγμό στα 1914, όσοι γύρισαν στην πατρίδα είχαν ξαναδημιουργήσει τα νοικοκυριά τους.

Ξανακαλλιέργησαν την καρπερή γη της πατρίδας, ξαναστόλισαν τις εκκλησίες τους, αποτελείωσαν και τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Κάτω Χωριό και τον στύλωσαν ωραίο και επιβλητικό.

Η σταφίδα γέμισε και πάλι τα σπίτια, τα χέρσα χωράφια με τα σπαρτά και τα καρποφόρα δέντρα ομόρφυναν όπως πριν τον τόπο τους.

Το εμπόριο με τη Σμύρνη ξανάρχισε και η ζωή είχε βρει ξανά το, ήρεμο ρυθμό της με τις καινούργιες εμπειρίες της προσφυγιάς μα και της προόδου.

 

Και να τώρα, μπροστά στο αδυσώπητο δίλημμα: Να τα΄ αφήσουν πάλι όλα, χαμένος πάλι ο ιδρώτας και ο μόχθος και να φύγουν, να πάρουν και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς, ή να μείνουν;

Όντας μακριά από τα μέτωπα δεν είχαν επίγνωση των καταστροφών, των φονικών μαχών, του ολέθρου που κάθε μάχη σκορπούσε παντού.

Έτσι τους έμενε κάποια αμυδρή ελπίδα πως ίσως δεν πειραχτούν από τον Κεμάλ.

 

Με κάποιες τέτοιες σκέψεις, ολότελα αντίθετες με την εξέλιξη του πολέμου, οι Προεστοί συμβούλεψαν να μην εγκαταλειφθεί ο πατρογονικός τόπος……

Ο ανεδαφικός πατριωτισμός δεν τους άφηνε να δουν πως η νίκη του Κεμάλ θα ήταν ολοκληρωτική κι η επερχόμενη τουρκική καταιγίδα θα σάρωνε ό,τι ελληνικό, ό,τι χριστιανικό, μετά τη συντριβή και την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρασία.

 

Δεν έβλεπαν ότι ανελέητη θα ήταν η επιβολή τους παντού και βέβαια ιδιαίτερα στα παράλια όπου έσφυζε από ζωντάνια, δημιουργία και πρόοδο ο Ελληνισμός.

 

Ολέθρια συμβουλή, αλλά και άμετρη απρονοησία και εφησύχαση που πληρώθηκε με πολύ αίμα, με βασανισμούς και βιασμούς, μ’ αιχμαλωσία και ορφάνια. Όσοι σκέφθηκαν σωστά, ψύχραιμα και χωρίς άστοχους συναισθηματισμούς, έφυγαν όσο ήταν νωρίς από το λιμανάκι της Αγριλιάς και σώθηκαν απέναντι στη Χίο. Όσοι ακολούθησαν την προτροπή να μην εγκαταλείψουν την πατρίδα και όσοι δεν έβλεπαν την επερχόμενη θύελλα, πλήρωσαν ακριβά τον ανώφελο και άκαιρο πατριωτισμό τους και την έλλειψη της πιο στοιχειώδους πρόνοιας.

 

Πολλές οικογένειες κι’ ανάμεσά τους και η δική μας και του Αθανασίου Γκίρδη, του παππού, ενώ είχαν κατεβεί στην Αγριλιά για να φύγουν με όσο νοικοκυριό ήταν βολετό μαζί τους, υποκύπτοντας στις ολέθριες προτροπές κι’ ελπίζοντας μάταια, ξαναγύρισαν στο χωριό για να γίνουν βορά των Τσετών και του Τούρκικου Στρατού, στην αρχή κι’ αργότερα.

 

Στο μεταξύ οι φήμες μέρα με τη μέρα προμηνούσαν τον όλεθρο.

Ο τρόμος και η αγωνία  συνείχε τους πάντες.

Η δράση των άτακτων Τούρκων, των Τσετών, ήταν από παλιότερα γνωστή.

 

Εκείνες τις μέρες του τρόμου και της αγωνίας, κατέφθασε στα Αλάτσατα, οπισθοχωρώντας, η οπισθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού με τον Πλαστήρα επί κεφαλής. Το μόνο που είπε στους κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο του χωριού ήταν ο πικρός του λόγος: «λυπάμαι που σας αφήνουμε….»

 

Ήταν πια οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922.

Ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει. Ο Τουρκικός Στρατός με προπομπό τους άτακτους Τσέτες, κατέβαινε στις πόλεις και στα χωριά.

Κι’ άρχισε το απερίγραπτο δράμα των χριστιανών.

 

Στις 4 του Σεπτέμβρη εισέβαλαν με πυροβολισμούς και κραυγές.

Τα σπίτια αμπαρώθηκαν, ερημιά παντού.

Έρμαια της μανίας των άτακτων στιφών τα πάντα.

Όλοι περίμεναν τη μοίρα τους.

Πολλές οικογένειες μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι, έτσι για να μη μένουν μόνοι και με την παρηγοριά ο ένας του άλλου. Οι χτύποι στις πόρτες, οι κοντακιές και τα σπασίματα για ν’ ανοίξουν και να μπουν μέσα στα σπίτια, η χλαλοή και τα τρεχοβολητά, κατακορύφωναν το δέος και την αγωνία.

Όσο μπορούσαν οι κάτοικοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μάθαιναν τα όσα γίνονταν.

Παντού σφαγή, βασανισμοί και βιασμοί.

Όλοι έρμαια των Τσετών.

Έτσι, μια παγωμένη θανατερή αναμονή πλάκωνε τις καρδιές όλων.

Μαζεμένοι στο σπίτι του παππού, η οικογένεια ζούσε τον εφιάλτη της προσμονής της δικής μας δοκιμασίας.

 

Οι Τσέτες μπαινόβγαιναν και ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια των χριστιανών.

Σκοπός τους η διαρπαγή, η λεηλασία, η σφαγή, οι βιασμοί.

Το ακόρεστο πάθος κυρίαρχο και ανελέητο καταπάνω σε γέροντες, γυναίκες και παιδιά.

 

Με αισθήματα αφόρητης αγωνίας, περίμεναν οι μεγάλοι, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα και ο Μήτσος μας τη σειρά μας. Τα μικρά, εμείς, κουλουριασμένα, φοβισμένα και χωρίς συναίσθηση του τι μας περίμενε, το ένα κοντά στο άλλο, πιασμένα από τα φουστάνια της μάνας και της γιαγιάς.

Ο πατέρας άφαντος κάπου για να γλυτώσει.

 

Και η σειρά μας ήρθε. Άγρια χτυπήματα στην αμπαρωμένη πόρτα με φοβερές φωνές. Ο μεγάλος αδελφός, ο Μήτσος, κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο πρώτος που δοκίμασε την επιδρομή μιας ομάδας από Τσέτες. Αφού τον κοπάνισαν με τα κοντάκια των τουφεκιών τους, αγρίμια αληθινά, όρμησαν ανεβαίνοντας τις σκάλες. Άρπαξαν το γέρο παππού ζητώντας να τους δώσει χρήματα και ό,τι άλλο είχε. Συνέχεια άρπαξαν από τα μαλλιά τη γιαγιά και ζητούσαν να τους δώσει δαχτυλίδια, ρούχα και τρόφιμα.

 

Δεν τους έφταναν ό,τι έπαιρναν. Άρχισαν να χτυπούν. Μ΄ένα γουδοχέρι πέτρινο έσπασαν το κεφάλι του παππού, συνέχισαν τα χτυπήματα στη γιαγιά, ώσπου και οι δυο τους έπεσαν αναίσθητοι.

Όλοι κλαίγαμε, το μωρό στην αγκαλιά της μάνας τσίριζε.

 

Ένας θρήνος γιόμισε το σπίτι, που εν τω μεταξύ το είχαν κάμει άνω-κάτω ψάχνοντας, ζητώντας πουγκιά και χρυσαφικά. Αγρίμια αληθινά δεν αρκέστηκαν σε ό,τι βρήκαν και άρπαξαν. Σε μια γωνιά του σπιτιού ήταν καθισμένη, έχοντας στα γόνατά της το μικρό της γιό, μια γειτόνισσα που είχε ζητήσει να μείνει μαζί μας από το φόβο που ήταν μοναχή και έρημη. Πριν από ένα μήνα είχε μάθει το θάνατο του άνδρα της που σκοτώθηκε στο μέτωπο.

Είχε φορέσει ό,τι παλιόρουχα είχε, κι’ είχε σκεπάσει το κεφάλι της με διπλό τσεμπέρι για να κρύψει το πρόσωπό της και τα χρόνια της. Πως όμως να ξεφύγει η δύστυχη από τ’ άγρια θηρία;

Μυρίστηκαν το θήραμά τους. Κοντοστάθηκαν απέναντί της, έσκυψαν και με μιας της τράβηξαν τα τσεμπέρια από το κεφάλι. Ξεχύθηκαν τα μαύρα μαλλιά της και άστραψαν μπροστά τους τα μεγάλα μαύρα μάτια της και το ωραίο λευκό πρόσωπο.

Με βία παραμέρισαν το αγόρι της και την τράβηξαν σέρνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγες στιγμές ακούσαμε τα βογγητά και τις οιμωγές της………

 

Μια κρυάδα μ’ ένα αποτροπιασμό μας πάγωσε μικρούς και μεγάλους.

Η φρίκη γιόμισε όλο το σπίτι μπροστά στο κατοπινό θέαμα της βιασμένης γυναίκας. Ένα ματωμένο κουρέλι σύρθηκε κοντά μας με σκισμένα ρούχα και ματωμένο όλο της το κορμί, με ασταμάτητους λυγμούς.

Μάζεψε το αγόρι της και διπλώθηκε στα γόνατά της. Η γιαγιά πήγε κοντά της και με λίγο νερό της ξέπλυνε το πονεμένο της πρόσωπο.

 

Μα της δύστυχης δεν της έφτανε το δικό της μαρτύριο. Πάνω σ’ όλα αυτά, να κι’ ένας πολίτης Τούρκος. Θα ήταν έως είκοσι χρονών, ήταν από τους λίγους Τούρκους του χωριού. Χωρίς μιλιά γύρισε μια ματιά σε όλους κι’ ύστερα κοντοστάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ολοφυρόταν. Έσκυψε και σήκωσε το αγόρι και κρατώντας το από το χέρι, τράβηξε κατά τη σκάλα. Η δύστυχη με το έντονο προαίσθημα του κακού για το αγόρι της, χίμηξε ν’ αρπάξει από τα χέρια του μισερού τουρκόπουλου το παιδί της. Κι’ ο νεαρός πάντα στυγνός και αμίλητος, με μια κλωτσιά την ξάπλωσε στο πάτωμα κι’ ευθύς τραβώντας το παιδί, κατέβηκε.

 

Λίγο πιο κάτω από το σπίτι του παππού ήταν κάτι χαλάσματα. Από το μισάνοιχτο παραθύρι έγειρε ο Μήτσος μας και είδε πως έσυρε το αγόρι μέσα σ’ εκείνα τα χαλάσματα….

Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και το αγοράκι γύρισε κατατρομαγμένο και μέσα στα κλάματα. Εξουθενωμένο έπεσε στην αγκαλιά της βιασμένης μάνας του.\Του σήκωσε τα ρουχαλάκια του κι’ ύστερα με λίγο νερό προσπάθησε να το συνεφέρει.

Μια νεκρική σιγή σκέπασε όλο το σπίτι.

Οι μεγάλοι αμίλητοι κι’ εμείς τα μικρά τρέμαμε ολοσούσουμα.

Οι στιγμές ήταν αβάσταχτες.

Σε λίγο τα δάκρυα και οι λυγμοί μας έπνιγαν όλους μικρούς και μεγάλους κι’ ο τρόμος κυρίαρχος ως την τελευταία ικμάδα της ύπαρξής μας.

Έτσι ξημερωθήκαμε.

 

Την άλλη μέρα, κι’ ενώ οι πυροβολισμοί και τα τρεχοβολητά δικών μας που έτρεχαν να κρυφτούν και των Τούρκων που κυνηγούσαν τα θύματά τους, ανήμποροι να κάνομε οτιδήποτε μιας και βρισκόμασταν στο έλεος των αιμοδιψών πάνοπλων ληστών, περιμέναμε ανυπεράσπιστοι την τύχη μας.

Και δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας. Έφτασε αυτή τη φορά ένα μπουλούκι. Άρχισαν και έψαχναν παντού, μοιράζοντας κοντακιές. Τσουβάλια με σταφίδα, τενεκέδες με πετιμέζι και τυριά, ό,τι ρούχα είχαν απομείνει από τους χτεσινούς. Βρισιές, κλωτσιές και με τις λόγχες, κομμάτιαζαν εικόνες.

Ύστερα φορτώνοντας τη λεία τους κι’ έφευγαν, ώσπου να έρθουν άλλοι για ν’ αποσώσουν τη διαρπαγή.

Άλλοι, μη βρίσκοντας ό,τι γύρευαν, ξεσπούσαν πάνω σε κορμιά μικρών και μεγάλων. Η σαδιστική μανία τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Έφτασαν ν’ αρπάξουν από την αγκαλιά της μάνας μας το μωρό της, έξη μηνών, να το αναποδογυρίσει ο άγριος Τσέτης, να το κρατήσει ανάποδα από τα δυο του ποδαράκια και με ξεγυμνωμένο μαχαίρι να θέλει να το σχίσει στα δυο.

Μπροστά στα ουρλιαχτά της μάνας κι’ όλων μας και στην προτροπή ν’ αφήσει το μωρό, ενός συντρόφου του, το πέταξε κάτω και παίρνοντας ό,τι ρουχικό και τρόφιμα βρήκαν, βρίζοντας στη γλώσσα τους έφυγαν.

Έτσι κόρεσαν τα πάθη τους τα στίφη των Τσετών.

 

Μετά από κάθε αναχώρηση, χαμός και θρήνος.

Η θεία Γιασεμή, η μικρή αδελφή της μάνας, ως είκοσι χρονών, λίγο ακόμα και θα έσκαζε μέσα στο αμπάρι με το σιτάρι που από την αρχή κάθε τόσο την έχωνε ο παππούς για να γλυτώσει το βιασμό. Μόλις κατέβαιναν τα μπουλούκια, ο θείος Τζώρτζης Γκίρδης, αδελφός της μάνας, που έκανε τον σφαγμένο κι’ ήταν ξαπλωμένος πάνω από το αμπάρι που μέσα του κρυβόταν η θεία, ανασηκωνόταν να πάρει κι’ αυτός αναπνοή.

Ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι που ήταν καταματωμένο από τις πληγές που μόνος του προκάλεσε στο σώμα του.

Στην τελευταία επιδρομή, μόλις έφυγαν, τράβηξε μια τάβλα πάνω από το αμπάρι, το άνοιξε για να πάρει αέρα η αδελφή του. Και μόλις ήταν καιρός. Μελανιασμένη και λιποθυμισμένη την τράβηξαν στο δωμάτιο με χίλιους φόβους.

Τη δρόσισαν και πάλι ύστερα στο αμπάρι, κι’ από πάνω βουτηγμένος στα αίματα ο θείος Τζώρτζης σκεπασμένος με το σεντόνι.

 

Με το αιμάτινο αυτό καμουφλάζ ο θείος Τζώρτζης περίμενε να σωθεί.

Η οικογένειά του που γλύτωσε στη Χίο, τον είχε για χαμένο.

Τελικά ανταμώθηκαν, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, από την οποία όμως δεν κατάφερε να γλυτώσει.

 

Οι κτύποι και τα τρεχοβολητά στους δρόμους απ’ τους κυνηγημένους κι’ από τις ομάδες των Τσετών, μας έκανε όλους να τρέμουμε από το φόβο.

Αυτοί οι κτύποι σημάδεψαν τα παιδικά μας και τα εφηβικά μας χρόνια.

Κατοπινά, κι’ ύστερα ακόμα από μερικά χρόνια οι χτύποι στις πόρτες τη νύχτα, θες από τους αέρηδες ή από τους γειτόνους και τους επισκέπτες, ζωντάνευαν τις φριχτές ώρες της αγωνίας και του τρόμου. Και στον ύπνο πάντα ο εφιάλτης του απάνθρωπου Τσέτη.

 

Το μαρτύριο της επιδρομής των Τσετών, με τους ξυλοδαρμούς, τις λεηλασίες και τους βιασμούς, κράτησε πέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Κι’ αφού πια είχαν κορέσει κάθε ταπεινό τους ένστιχτο, τα άταχτα μπουλούκια τους τραβήχτηκαν σε άλλους τόπους για να συνεχίσουν το μισερό τους έργο.

Θάταν η 10 του Σεπτέμβρη, όταν μπήκαν στα Αλάτσατα τμήματα του Τούρκικου Στρατού. Η πρώτη διαταγή τους ήταν να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες από 18 χρονών μέχρι 60.

 

Έτσι, μάζεψαν όλους, όσους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν.

Ανάμεσά τους ο Δημητρός μας, ο θείος Τζώρτης, που γλύτωσε την κακοποίηση χάρη στο ματωμένο σεντόνι με το οποίο είχε κουκουλωθεί, όχι όμως και την αιχμαλωσία, οι δύο θείοι Γιαννακός και Δημήτρης Κακογιάννης κι’ άλλοι πολλοί φίλοι και συγγενείς της οικογένειας.

 

Ο πατέρας από κεραμίδι σε κεραμίδι είχε ξεφύγει στην αρχή πό τους Τσέτες, μα δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια.

Κάπου άφησε το κορμί του. Ποιος ξέρει πως.

Πάντως ανάμεσα στους αιχμαλώτους Αλατσατιανούς, δεν ήταν.

 

Σε μακρυνές σειρές, χωρίς να μπορέσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους, πήραν το δρόμο της αιχμαλωσίας μαζί με τους άντρες άλλων χωριών και πόλεων της Μικρασίας.

Από τη Σμύρνη που έφτασαν, τράβηξαν ως τα βάθη της Ανατολής.

Η αιχμαλωσία με ανείπωτα μαρτύρια, διάρκεσε δύο και πλέον χρόνια.

Όσοι μπόρεσαν κι’ επέζησαν, γύρισαν στην Ελλάδα. Μα αυτοί ήταν πολύ λίγοι.

Οι πολλοί περισσότεροι άφησαν τα κόκκαλά τους στους κάμπους και στις ερημιές της Μικρασίας.

 

Αφού μάζεψαν τους άντρες, με άλλη διαταγή όλα τα γυναικόπαιδα μαζί με τους ηλικιωμένους έπρεπε να μαζευτούμε στις εκκλησίες και ιδίως στη μεγάλη εκκλησία τα Εισόδια της Θεοτόκου. Εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν ένα πηγάδι. Οι φήμες λένε ότι έπεσαν μέσα για να γλυτώσουν το βιασμό από τους Τούρκους, πολλές νέες.

 

Η μάνα με το μωρό της στην αγκαλιά και με μια σκεπασμένη εικόνα της Υπαπαντής, που δεν την αποχωρίστηκε σε όλες τις μέρες της δοκιμασίας, κρύβοντάς την κατά τις επιδρομές των Τσετών, μας μάζεψε σε μια γωνιά.

Η δύσμοιρη, μονάχη χωρίς το νοικοκύρη της, χωρίς το μεγάλο αδερφό, με τέσσερα παιδιά από έξη μηνών έως δώδεκα χρονών. Όλη τη νύχτα βαριαναστέναζε κι’ έκλαιγε σιωπηλά. Σαν σταματούσαν τα δάκρυα, ένωνε μαζί με τις άλλες γυναίκες και μανάδες τις προσευχές της.

 

Έτσι ξενυχτήσαμε τα γυναικόπαιδα δυο βραδιές. Την άλλη μέρα, νηστικούς και πεινασμένους, μας ξεσήκωσαν για τον Τσεσμέ, όπως ήμασταν, χωρίς να πάρει κανείς τίποτα μαζί του.

Πολλοί γυμνοί και ξυπόλητοι ξεκίνησαν.

Οι μεγάλοι κατάλαβαν πως οδηγούμασταν στην προσφυγιά.

 

Θυμάμαι που φεύγοντας για τον Τσεσμέ, περάσαμε μπροστά από το σπίτι μας που ήταν στον κεντρικό δρόμο. Η πόρτα του ισογείου ήταν ανοιχτή. Η μάνα γύρισε και κοίταξε, θυμάμαι. Το ίδιο κι’ εγώ.

Είδαμε το μαξούλι της χρονιάς, το σωρό της ψιλόρροης σταφίδας που ήταν μαζεμένη εκεί μπροστά να την τσουβαλιάζουν οι Τούρκοι.

 

Η μάνα δεν κρατήθηκε, κοντοστάθηκε, κοίταξε για μια στιγμή με πίκρα και για τελευταία φορά το σπίτι μας και συνέχισε ύστερα από την προσταγή του στρατιώτη που βάδιζε παράπλευρά μας.

 

Τα δάκρυα την είχαν πνίξει.

Θρήνος για το χαμένο πατέρα, για τον αιχμάλωτο γιο, για ό,τι αφήναμε, σπίτι και πατρίδα.

 

Μαζεμένα πλάϊ της και πιασμένα από τη φούστα της, συνεχίσαμε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο εκείνων των πρώτων ημερών του Σεπτέμβρη, το δρόμο για τον Τσεσμέ. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, άϋπνοι, συντρίμια, σερνόμασταν.

 

Η μάνα δεν είχε αποχωριστεί από τις πρώτες μέρες της συμφοράς την κάπως μεγάλη εικόνα της Υπαπαντής που είχαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού μας. Την είχε σκεπάσει μ’ ένα τραπεζομάντηλο και τη φύλαγε όλες εκείνες τις μέρες, έχοντάς την κρυμμένη πότε εδώ και πότε εκεί. Την είχε σαν τα μάτια της.

Όσο είχε την έγνοια μας, άλλο τόσο και για την Παναγιά.

Κι’ όσο ήμασταν στο σπίτι του παππού κι’ ύστερα στην εκκλησιά κλεισμένοι, δεν έδινε βάρος για τη φύλαξή της.

Τώρα όμως στην πορεία, ήταν δύσκολο το έργο της μάνας.

Είχε στην αγκαλιά το μωρό, τη μικρή μας αδελφούλα, μαζί και την εικόνα.

Ο δρόμος μακρύς και η κούραση έλυνε τα γόνατα.

Όταν πια είχε αποκάμει, από την κούραση, κοντοστάθηκε. Δίνει στο πιο μεγάλο αδέρφι, το Γιαννάκη μας, να κρατήσει για λίγο το μωρό κι’ εκείνη γρήγορα-γρήγορα σκύβει και απιθώνει τη σκεπασμένη εικόνα στο πλαϊνό χαντάκι.

Γονατίζει, σταυροκοπιέται και την ασπάζεται.

Τη σκεπάζει όσο πιο καλά γίνεται κι’ ύστερα με δακρυσμένα μάτια, ολολύζοντας σα νάχε απέναντί της την ίδια την Παναγιά, μονολογάει: “Παναγιά μου συγχώρεσε με, ή το παιδί μου πρέπει ν’ αφήσω ή Εσένα”.

Ξανάκανε το σταυρό της, ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της και συνεχίσαμε το δρόμο.

 

Ύστερα από μια κουραστική πορεία τριών και πλέον ωρών, διψασμένοι, κατάκοποι και με ματωμένα πόδια, φτάσαμε στον Τσεσμέ.

Μας μάζεψαν στις εκκλησίες.

Το δικό μας μπουλούκι το σπρώξανε στον πολιούχο του Τσεσμέ, τον Άγιο Χαράλαμπο.

 

Εκεί που μας πήγαιναν, πριν μπούμε στην εκκλησιά, είδα χάμω στα βοτσαλάκια ένα μικρούτσικο βιβλιαράκιμ’ ένα σταυρό ζωγραφισμένο στο εξώφυλλο του.

Έσκυψα το πήρα και το έχωσα στην τσέπη μου.

Ήταν μια ιερή σύνοψη.

Θυμάμαι αργότερα στη Μυτιλήνη, σημείωσα στο τελευταίο λευκό φύλλο του:

“Ιερό ενθύμιο των αλησμόνητων ημερών του διωγμού μας, 12 Σεπτεμβρίου 1922” και το όνομά μου από κάτω.

Αυτό το μικρό ενθύμιο το έχω πάντα στη βιβλιοθήκη μου.

Ξεφυλλίζοντάς το, να μπροστά μου μια-μια οι φοβερές κι’ αξέχαστες εκείνες ημέρες.

 

Την άλλη μέρα μας επιβίβασαν σ’ ένα παμπάλαιο ιταλικό βαπόρι.

Το λέγανε ΄΄ΙΝΤΑ΄΄, ήταν παλιού τύπου, αφού είχε στα πλαϊνά του από μια μεγάλη ρόδα. Κουλουριασμένοι στο κατάστρωμα βλέπαμε τους συγχωριανούς μας στην ίδια κατάσταση όπως εμείς.

Στους μεγάλους είχε πια γίνει συνείδηση πως παίρναμε το δρόμο της προσφυγιάς. Εμείες τα παιδιά απορημένα και τρομαγμένα δεν πολυκαταλαβαίναμε τι μας περίμενε. Αντιβούϊζε όλο το βαπόρι από τους θρήνους και τους οδυρμούς των μανάδων κι’ από το σκούξιμο των μωρών και των μικρών παιδιών.

 

Εξαθλιωμένοι οι γέροντες, πονεμένα τα γυναικόπαιδα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, αγναντεύανε όλοι τους τόπους μας.

Λες και ζητούσαν όλοι να ξαναδούν τους πατεράδες, τ’ αδέρφια, τα σπίτια και τις εκκλησιές που έμεναν εκεί, λίγο πιο πέρα από τη θάλασσα.

 

Κι’ εμάς που μας πήγαιναν;;

Σ’ αυτή την ερώτηση κανείς δεν απαντούσε. Μα ούτε κι’ ένοιαζε τους μεγάλους.

Όπου τόπος και προσφυγιά.

Άλλη ζωή πια.

 

Αρμένιζε το βαπόρι με τους μονότονους τριγμούς που έκαναν οι ρόδες του, μαζί αρμένιζαν κι’ οι σκέψεις των μεγάλων, της μάνας, του παππού, της γιαγιάς και των άλλων συγχωριανών.

Οι σκέψεις στ’ αγαπημένα πρόσωπα που έμειναν εκεί στα χώματα της πατρίδας, που όσο κι’ αν τα’ αγαπούσαν, θα ήταν πια γι’ αυτούς τόποι μαρτυρίου, κατατρεγμού, θανάτου……

 

Μα να, ύστερα από ένα ταξίδι μιας μέρας, μας έβγαλαν σε μια προκυμαία.

Ήμασταν στη Μυτιλήνη.

Όλη την οικογένεια μας πήγαν σ’ ένα στάβλο.

Θυμάμαι τις αγελάδες που ήταν αραδιασμένες και αναμασούσαν την τροφή τους.

Όσο κι’ αν οι μεγάλοι ένοιωθαν άβολα, όμως η λύτρωση από τους Τσέτες ήταν η πιο μεγάλη ανακούφιση.

Εκεί, εξαθλιωμένοι από την κούραση, τις αγωνίες και τον πόνο του χωρισμού από πατέρα κι’ αδερφούς και θείους, σωριαστήκαμε πάνω στο ξερό χορτάρι και τ’ άχερα που ήταν απλωμένα στο στάβλο.

 

Η μάνα δεν σταμάτησε το κλάμα.

Κανείς δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.

Μονάχη της με τέσσερα κουτσούβελα, πως θα βγει πέρα η ζωή;

Αυτή η σκέψη κι’ ο καημός του πατέρα κι’ η αιχμαλωσία του μεγάλου αδερφού, φαρμάκωναν όλο της το είναι.

Κι’ εμείς τα μικρά, με την πιο μεγάλη αίσθηση, την πείνα, μέναμε αμίλητα, κουβαριασμένα, χωρίς κλάματα, χωρίς παράπονο, αφού βλέπαμε και είχαμε νοιώσει κι’ εμείς τον τρόμο και τον φόβο. Και με την απορία μπροστά σε όσα όχι ευκολοεξήγητα για την ηλικία μας, γίνονταν μέρες τώρα τριγύρω μας.

 

Δεν θυμάμαι μετά από πόσες μέρες και γιατί, μπαρκάραμε όλη η οικογένεια για τη Σάμο.

Εκεί όταν φτάσαμε, μας παρέλαβαν μερικοί Σαμιώτες και μας μετέφεραν σ’ ένα κούλα μισοερειπωμένο έξω από το Νέο Καρλόβασι, πλάι στη δημοσιά του  δρόμου Βαθύ-Καρλόβασι.

Ήταν εντελώς ξεμοναχιασμένος αυτός ο κούλας.

Γύρω-γύρω του πεύκα και λιόδεντρα, όμορφο τοπίο, μα δεν μας έκανε καμιά εντύπωση, η ομορφιά του και η γαλήνη που ενέπνεε, αφού τα όσα περάσαμε εκείνες τις μέρες, είχαν αποξεράνει κάθε διάθεση για μια ενατένιση προς μια καινούργια ζωή.

 

Ήταν η αρχή της προσφυγιάς με ορφάνια, με ασίγαστο πόνο για όσους δεν ήταν μαζί μας, με στέρηση των πάντων.

Όμως έπρεπε να βολευτούμε, να επιβιώσουμε.

 

Έτρεξε ο παππούς, ήρθε και μας βρήκε ο θείος Αντώνης που έγκαιρα και με φρόνηση είχε καταφύγει εδώ πριν κατεβούν οι Τσέτες στο χωριό.

Καταφτάσανε οι πρώτες βοήθειες για μια στοιχειώδη συντήρηση.

 

Ο καιρός άρχισε να κρυώνει κι’ όσο κι’ αν το κρύο δεν ήταν τσουχτερό, όμως η γύμνια μας μας έκανε να τουρτουρίζουμε.

 

Εκείνες τις πρώτες νύχτες ο ύπνος δεν μας έπαιρνε.

Ήταν φοβερές, σαν να ξαναζούσαμε τα όσα μαρτύρια ζήσαμε πριν από λίγες μέρες. Η έντονη και έμμονη θύμησή τους μας έριχναν σε μια αβάσταχτη πλίψη που κορυφωνόταν με το ασίγαστο κλάμα της μάνας.

 

Οι νύχτες ήταν φοβερές.

Οι δυνατοί άνεμοι χτυπούσαν μέρα-νύχτα τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα παραθύρια.

Τις νύχτες, ήταν που ολοζώντανες οι μνήμες ξανάφερναν μπροστά μας τους Τσέτες, τη δύστυχη γειτόνισα με το μικρό της γιο, τους ξυλοδαρμούς του παππού, της γιαγιάς, της μάνας με το μωρό που θέλησαν να σφάξουν.

Κάθε χτύπος στις πόρτες και στα παραθύρια απ’ τους αέρηδες, μας ανατάραζε όλους, μικρούς και μεγάλους.

Σα να ήταν ν’ ανεβούν οι Τσέτες.

Κατατρομαγμένα ιδίως εμείς τα μικρά, ζαρώναμε το ένα πάνω στο άλλο.

Όλα, μα όλα όσα ζήσαμε, τα ξαναζούσαμε. Ήταν τόσο ζωντανές στη φαντασία μας όλες εκείνες οι σκηνές, οι βασανισμοί, ο βιασμός κι’ ο θρήνος, το αλαφιασμένο βλέμμα και τα δάκρυα του μικρού που τρέμοντας έπεσε στην αγκαλιά της πονεμένης μάνας του σαν γύρισε από τα χαλάσματα, την θέα της πρησμένης μέσα στο αμπάρι θείας Γιασεμής, το ματωμένο σεντόνι που σκέπαζε το θείο Τζώρτζη.

 

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να ξέρουμε που θα εγκατασταθούμε και τι θ’ απογίνουμε.

 

Τα λιγοστά τρόφιμα που μας χορηγούσαν και η ευσπλαχνία που έδειχναν οι Καρλοβασίτες, δεν έφταναν για να καλύψουν τις ανάγκες μας.

Πάσχιζαν ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα πηγαίνοντας στο Καρλόβασι να μάθουν τι μας μέλλεται, αν θα μέναμε, αν θα φεεύγαμε πάλι και προς τα πού. Κι’ ακόμα αν μπορούσαν να δουλέψουν πουθενά για να συντηρηθούμε.

Όμως ο τόπος ήταν μικρός και δουλειές δεν υπήρχαν.

 

Έτσι στερημένα περνούσε εκείνος ο καιρός.

Και σαν να μην έφτανε η τόση δυστυχία μας, είχαμε γίνει και αντικείμενα περιέργειας.

Κάθε τόσο μας έρχονταν περίεργοι επισκέπτες, ιδίως  μερικοί νεαροί να δουν τους πρόσφυγες και πρώτα-πρώτα τις προσφυγοπούλες.

Ανάμεσα στους επισκέπτες και κάποτε-κάποτε μερικοί που έρχονταν φέρνοντάς μας ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.

 

Μετά από δυο μήνες περίπου, παραχώρησε η Κοινότητα στην οικογένειά μας ένα δωμάτιο σ’ ένα ερειπωμένο κι’ ακατοίκητο σπίτι στον Όρμο, κοντά στη θάλασσα, για να κατοικήσουμε.

Τον παππού κάπου εκεί στα πευκάκια.

Μια ξυλένια σκάλα. Ξεχαρβαλωμένη ήταν ένας κίνδυνος για μας τα παιδιά.

Έτσι η μάνα μας κρατούσε όσο μπορούσε στο δωμάτιο και μόνο για τις ανάγκες μας, μας άφηνε να πάμε εκεί κοντά σ’ ένα χωράφι, είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε.

 

Άρχισα να πηγαίνω στο Δημοτικό σχολείο.

Ρακένδυτο και φοβισμένο στην αρχή, μ’ έπνιγε το παράπονο και η πίκρα.

Τα’ άλλα παιδιά, οι συμμαθητές μου, είχαν τους γονείς τους, τα καλά, φτωχά ή πλούσια, αδιάφορο, τους γνωστούς και φίλους τους…….

 

Σχεδόν κλαμένος και αμίλητος γύριζα σπίτι.

Δεν είχα νοιώσει ζήλια για τους συμμαθητές μου.

Η πίκρα και ο πόνος μου ήταν που δεν είχα τον πατέρα μου, που έκλαιγε νύχτα- μέρα η μάνα, που τη λυπόμουνα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.

 

Όσο κι’ αν όλα τριγύρω μου ήταν μια απαίσια κατάσταση για τη ζωή μας εκείνο τον καιρό, δεν έλειψε από τον νού και τη σκέψη πως κάποτε όλα θα περνούσαν, πως θα μπορούσα και εγώ να χαίρομαι όπως τυα συνομήλικά μου παιδιά του σχολείου.

 

Οι δάσκαλοι θυμάμαι με είδαν με στοργή.

Καλοί και πονετικοί για το πεοσφυγάκι. Και δεν άργησαν οι φιλίες που πράϋναν και μαλάκωναν τον πόνο και την τόση δυστυχία.

Όμως οι καημοί κι’ ο αβάσταχτος πόνος της μάνας, οι κάθε λογής στερήσεις, ήταν το καθημερινό βίωμα εκείνου του καιρού της προσφυγιάς.

Αχ, έλεγε και ξανάλεγε, να όψονται οι αίτιοι.

 

Κατά το τέλος του 1924, γύρισε από την αιχμαλωσία ο Δημήτρης μας.

Ευτυχώς γύρισε γερός.

Μέρες και νύχτες μας ιστορούσε το τι πέρασε αυτός και χιλιάδες Μικρασιάτες αιχμάλωτοι. Η μάνατο πρώτο που τον ρώτησε, ήταν αν συνάντησε ή αν άκουσε τίποτα για τον πατέρα μας.

 

Ο αδελφός μου γυρίζοντα από την αιχμαλωσία, περίμενε πως θα εύρισκε τον πατέρα μαζί μας. Ούτε είχε μάθει, ούτε είχε ακούσει τίποτε, γι’ αυτόκαι περίμενε να τον βρει μαζί μας. Τότε κατάλαβε πως εκείνες τις μέρες της επιδρομής των Τσετών χάθηκε, όπως χάθηκαν και τα αδέρφια μου, οι θείοι μας, Γιάννης και Δημητρός.

Κι’ άρχισε να μας διηγείται τις ατέλειωτες ιστορίες της φοβερής εκείνης αιχμαλωσίας.

Τις ολοήμερες πορείες, το γδύσιμο από τα ρούχα και τα παπούτσια τους.

Το σχίσιμο, το γδάρσιμο των ποδιών, την αφόρητη καθημερινή πείνα και δίψα.

Και κει στο δρόμο του Γολγοθά τους, κάθε τόσο κι’ αραίωνε η φάλαγγά τους από όσους έμεναν πίσω, που δεν τους ξανάβλεπαν.

 

Η άφατη, η απέραντη αγωνία όταν ξεδιάλεγαν οι Τούρκοιχωρικοί όσους ήθελαν για να κορέσουν το μίσος τους, ήταν μια καθημερινή δοκιμασία που τους παρέλυε.

 

Τα τσουβάλια που ήταν κοινό ρούχο όλων των αιχμαλώτων γιομάτο από την ψείρα κι’ από το χτύπημά τους με την πέτρα για να λυτρωθούν από το μαρτύριό της, είχε καταντήσει ένας σκληρός κετσές που σκέπαζε χιμώνα καλοκαίρι το βασανισμένο κορμί.

Το ξεθέωμα στους δρόμους μέσα στο χιόνι το χειμώνα και κάτω από το λιοπύρι το καλοκαίρι με το σπάσιμο της πέτρας για χαλίκι.

Το ξεφόρτωμα από τα τρένα των τσουβαλιών με λογής-λογής περιεχόμενο.

Την καθημερινή εξάντληση κι’ από πάνω το μαστίγωμα για όσους έπεφταν λιπόθυμοι.

 

Τα Τουρκιά στο Αξάρι, στο Ικόνιο, στο Αϊδίνι που μαζεύονταν στο πέρασμα των αιχμαλώτων κι’ ο καταβασανισμός τους με πετροβολητό, με φτυσίματα, με ξυλοδαρμούς κι’ ακόμα οι σκοτωμοί εκεί στις ξέρες που τους τραβούσαν.

 

Για τις αρρώστιες; Πως τους θέριζε η δυσεντερία και ο τύφος.

Πως όσοι αρρώστεναν έμεναν στο δρόμο αόπου τους αποτελείωναν.

Για το μαρτύριο της δίψας μέσα στο κατακαλόκαιρο που δεν τους άφηναν περνωντας από πηγές να πιουν νερό και πως τους άφηναν να πέφτουν στα βαλτόνερα κι’ ύστερα οι θανατεροί πόνοι της κοιλιάς, ο τύφος και στο τέλος ο μαρτυρικός θάνατος. Ηκαθημερινή πίκρα για το χάσιμο των συντρόφων που άφηναν το κουφάρι των για βορά στα όρνια και στα τσακάλια. Μια δίχρονη βασανιστική πορεία χωρίς καμιά προσωπικότητα, ένα ασκέρι μισόγυμνων βασανισμένων ανθρώπων.

Κι’ ήταν θείο δώρο όταν οι Τούρκοι χωρικοί ξεδιάλεγαν όσους ήθελαν για να τους πάρουν για δουλειές και αγγαρίες.

 

Κι’ όταν κάθε τόσο σταματούσαν τα κοπάδια αυτών των ανθρώπων που σέρνονταν χωρίς κανένα οίκτο για να σπάνε το χαλίκι, για να ξεφορτώνουν και να κουβαλούν φορτία ολόκληρα στις πλάτες, να, κατέφθαναν οι αχόρταγοι καννίβαλοι Τσέτεςκι’ οι Εφέδες τους εκεί στους υπαίθριους καταυλισμούς, περικύκλωναν τη φάλαγγα, ορμούσαν στο πανάθλιο πλήθος των αιχμαλώτων χριστιανών.

 

Δεν ήθελαν μόνο να σκοτώσουν, ήθελαν να βασανίσουν, ήθελαν ακόμα και να εκτονωθούν πάνω σε βασανισμένα κορμιά, να κορέσουν τα πάθη των. Κι’ όσες γυναίκες έτυχε να συμπορεύονται με τους άνδρες τους και τα παιδιά τους, αφού τις βίαζαν μπροστά τους, στο τέλος τις ξεκοίλιαζαν.

Μέσα στις κοπριές των ζώων χωμένοι, προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα κορμιά τους.

 

Σ’ αυτή την εξαθλίωση, τόσο είχε χαθεί κάθε ανθρωπιά, που μερικές φορές για ένα κουρέλι απαραίτητο για να τυλίξουν τα γυμνά ποδάρια, να χάνεται η πιο στοιχειώδης ανοχή. Τις νύχτες σε απερίγραπτα ερείπια-καταλύματα, καταχείμωνο, να παγώνουν ο ένας πάνω στον άλλο, πάνω στο παγωμένο χώμα. Κι’ οι κραυγές του πόνου ν’ ακούγονται όλη τη νύχτα.

 

Και τόσα και τόσα άλλα που πέρασαν οι μάρτυρες εκείνοι.

Ναι, διαβάζοντας ύστερα από χρόνια το «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, ήταν σαν μια επανάληψητων όσων ο αδερφός μας εξιστορούσε εκείνες τις πρώτες μα και τις κατοπινές ημέρες.

Σελίδες ολόκληρες δεν παράλλαζαν από τις αφηγήσεις του αδερφού.

Στο τέλος κάθε αφήγησης η μάνα αναστέναζε κι’ ανέβαινε στα χείλη της το χιλιοειπωμένο: Ας όψονται οι αίτιοι.

 

Όλα πια είχαν τελειώσει.

Κι’ ο πατέρας ουσιαστικά χαμένος κι’ ο αδερφός κοντά μας, ευτυχώς γερός.

Η προσφυγιά έχει τους δικούς της νόμους. Ν’ αποζητά ο ξεριζωμένος από τον πατρογονικό τόπο του να ριζοβολήσει για να ξαναστεριώσει με όσα δεινά κι’ αν πέρασε.

Το πρόβλημα της επιβίωσης αμείλιχτο για μια οικογένεια με τέσσερα ανήλικα χωρίς σπίτι, χωρίς κανένα πόρο, χωρίς γνωστούς και φίλους, ξένοι και πάρα πολλές φορές χωρίς καμία κατανόηση ή και συμπαράσταση σε αυτή τη δοκιμασία από τους συνανθρώπους τους.

 

Γι’ αυτό κι’ η προσφυγιά μας οδήγησε, χωρίς να ξέρουμε που πάμε, σε άλλους τόπους. Κι’ ο μεγάλος αδελφός που γύρισε από τη δίχρονη θανατερή πορεία ως τα βάθη της Μικρασίας, να τώρα, μοναδικός προστάτης της απορφανισμένης οικογένειάς μας.

 

Έτσι αφήσαμε τη Σάμο.

Μαζί με άλλες οικογένειες, ένα καραβάνι πάμπτωχο κι’ ορφανεμένο με κατάληξη εκεί, στο Αγρίνιο, όπου όπως έλεγαν, στις καπναποθήκες δούλευε πολύς κόσμος,.

 

Τον τελευταίο καιρό στο Καρλόβασι, το μεγαλύτερο από μένα αδελφάκι, η μάνα τόχε βάλει σε μια οικογένεια σαν παραγιό. Το καημένο, αδύνατο όπως όλοι μας, δουλεύοντας μέρα-νύχτα στο σπίτι και στο καφενείο του αφεντικού για ένα πιάτο φαΐ, είχε καταντήσει φυματικό, χωρίς κανένας να το πάρει είδηση.

 

Σ’ ένα χρόνο ύστερα από το φευγιό μας από τη Σάμο, η δύστυχη μάνα το πήρε και το πήγε στην Αθήνα, όπου το έβαλε για νοσηλεία στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

 

Ολομόναχη, χωρίς καμία βοήθεια, έμεινε κοντά του όσες μέρες έζησε.

Η καλπάζουσα το είχε σακατέψει το άμοιρο.

Μονάχη της του έκλεισε τα μάτια και ολομόναχη τόθαψε κάπου σ’ ένα νεκροταφείο της Αθήνας.

Μονάχη της χωρίς την παρηγοριά κανενός, το αγοράκι της, 14 μόλις χρονών.

 

Η δύστυχη μάνα, τσακισμένη γύρισε πάνω στο μήνα.

Που τη βρήκε εκείνη τη δύναμη να σταθεί ολόρθη για να μπορέσει να διαφεντέψει μια ορφανεμένη οκογένεια, να μεγαλώσει τρία ανήλικα, με μοναδική βοήθεια το μεροκάματο στην καπναποθήκη του μεγάλου αδελφού;

 

Ως εδώ τα παιδικά χρόνια.

Μια καινούργια ζωή άρχιζε.

 

Πικρή, πολύ πικρή η προσφυγιά.

Η ορφάνια, η μεγάλη φτώχια, η στερημένη ζωή, σημάδευε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά χρόνια.

Οι μνήμες βαθειά ριζωμένες, ένα με την ύπαρξη των κατατρεγμένων προσφύγων.

 

Η αναπόληση των όσων δεινών, ένα καθημερινό βίωμα εκείνα τα πρώτα χρόνια.

Μα και τα κατοπινά.

Ένας ολόκληρος κόσμος, χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες καταβασανισμένες οικογένειες ζούσαν την προσφυγιά, κατασπαρμένες σε όλη την Ελλάδα, που όμως ταυτ’όχρονα πορεύονταν μιαν άλλη καινούργια ζωή.

 

Και κάθε χρόνο, η θλιβερή επαίτειος που φέρνει στο νου τις αναλλοίωτες φοβερές μνήμες που ασίγαστες, άφθαρτες, πάντα ζωντανές μας φέρνουν κοντά στα όσα έζησε εκεί στην πανέμορφη Ιωνία ένας ολόκληρος κόσμος.

 

Σεπτέμβρης, 1987