1

Ο τεκές του Χοροσανί

του Κώστα Αρβανιτάκη

ΤΕΚΕΣ ΤΟΥ ΧΟΡΑΣΑΝΙ

ΝΕΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ – ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ  ΓΚΡΕΚΟ

ΙΣΤ΄ Επιστροφή  στην Κρήτη – Κνωσός.  (σελ. 178)

……..Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, κάψα πολλή, σκόνη πολλή, κι ο αβάς κουράστηκε, σταθήκαμε σ’ ένα μικρό μοναστηράκι όπου ζούσαν και χόρευαν κάθε Παρασκευή δερβισάδες, πράσινη ήταν η δοξαρωτή πόρτα μ’ ένα ανοιχτό μπρούντζινο χέρι στο ανώφλι, το άγιο σημάδι του Μουχαμέτη. Μπήκαμε στην αυλή, στρωμένη με άσπρα χοντρά χοχλάδια, πεντακάθαρη, τρογύρα γλάστρες και περιπλοκάδες και στην μέση πελώρια δάφνη καρπισμένη. Σταθήκαμε κάτω από τον ίσκιο της να ανασάνουμε, μέσα από ένα κελί  μας είδε ένας δερβίσης, ζύγωσε, έβαλε  το χέρι στο στήθος του, στα χείλια, στο κούτελο, χαιρέτησε. Φορούσε  μακρύ γαλάζιο ράσο  κι αψηλή άσπρη μάλλινη καούκα. Κατάμαυρα  τα γένια του, σφηνωτά, και στο δεξό του αυτί κρέμουνταν ένα ασημένιο σκουλαρίκι. Χτύπησε τα παλαμάκια, ήρθε ένα στρουμπουλό παιδόπουλο, ξυπόλυτο, έφερε σκαμνιά, καθίσαμε. Μιλούσε ο δερβίσης για τα λουλούδια που βλέπαμε γύρα μας και για την θάλασσα που την ξεχωρίζαμε να στραφταλίζει ανάμεσα από τα σπαθωτά φύλλα της δάφνης. Ύστερα άρχισε να μιλάει για χορό.

—  Όποιος δεν μπορεί να χορεύει, είπε, δεν μπορεί να προσεύχεται. Οι άγγελοι στόμα έχουν, μιλιά δεν έχουν μιλούν στο Θεό χορεύοντας.

— Τι όνομα δίνετε στο Θεό, γέροντα; ρώτησε ο αβάς.

— Δεν έχει όνομα, αποκρίθηκε ο δερβίσης, δε χωράει ο Θεός σε ονόματα. Το όνομα είναι φυλακή, ο Θεός είναι λεύτερος.

— Μα όταν θέλετε να τον φωνάξετε, επέμεινε ο αβάς, όταν είναι ανάγκη, πώς θα τον κράξετε;

Ο δερβίσης έσκυψε το κεφάλι, συλλογίστηκε, τέλος άνοιξε το στόμα:

— Αχ! Αποκρίθηκε, όχι Αλλάχ, Αχ! Θα τον κράξω.

Ταράχτηκε ο αβάς.

— Έχει δίκιο… μουρμούρισε.

Πρόβαλε πάλι το στρουμπουλό δερβισόπουλο μ’ ένα δίσκο: καφέ, δροσερό νερό και δυο μεγάλα σταφύλια. Από πάνω μας, στη στέγη, δυο περιστέρια – να’ταν τα ίδια της Κνωσού; — ερωτόπαιζαν και γουργούριζαν, σωπάσαμε μια στιγμή και γέμισε ο μοναστηρίσιος αέρας ερωτικό αναστέναγμα. Στράφηκα στον αβά, κοίταζε αψηλά τα περιστέρια κι από πάνω τους τον ουρανό και τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

Μ’ ένιωσε πως  τον κοίταζα, χαμογέλασε.

— Όμορφος είναι ο κόσμος, είπε, όμορφος στις χώρες του ήλιου. Όπου είναι γαλάζιος ο ουρανός και περιστέρια και σταφύλια. Και μια δάφνη από πάνω μας.

Έτρωγε ρώγα τη ρώγα το σταφύλι του, ευτυχισμένος, το ‘νιωθες, δεν ήθελε η ώρα τούτη να τελειώσει ποτέ.

— Κι αν ακόμα ήμουν σίγουρος, είπε, πως θα πήγαινα στον παράδεισο, θα παρακαλούσα το Θεό να με αφήσει να πάω από τον πιο μακρινό δρόμο…

Τόσο ευτυχισμένοι νιώθαμε στο περιαύλι τούτο του μουσουλμανικού μοναστηριού που δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε.

Πρόβαλαν κι από τα γύρω κελιά κι άλλοι δερβισάδες, οι νεότεροι χλωμοί και τα μάτια τους έκαιγαν σαν να κυνηγούσαν απελπισμένα το Θεό, οι γέροι που θα ‘χαν βρει το Θεό ήταν ροδοκόκκινοι και τα μάτια τους γεμάτα φως. Κουκούβισαν γύρα μας, άλλοι ξεκρέμασαν από την πέτσινη ζώνη τους το κομπολόι και το ξεκούκιζαν ήσυχα, κοιτάζοντας με περιέργεια το χριστιανό καλόγερο, κι άλλοι έβγαλαν το μακρύ τσιμπούκι τους, μεσόκλεισαν τα μάτια και άρχισαν, ευτυχισμένοι, αμίλητοι, να καπνίζουν.

— Τι ευτυχία είναι τούτη, ψιθύρισε ο αβάς, πως λάμπει κι εδώ, πίσω από τα πρόσωπα όλα ετούτα, το πρόσωπο του Θεού!

Μου άγγιξε τον ώμο παρακαλεστικά:

— Σε παρακαλώ, ρώτησε τους, είναι τάγμα θρησκευτικό οι δερβισάδες, ποιος είναι ο κανόνας τους;

Ο πιο γέρος ακούμπησε το τσιμπούκι στο γόνατο του, αποκρίθηκε:

— Φτώχεια, φτώχεια, να μην έχουμε τίποτα, να μην μας βαραίνει τίποτα, να οδεύουμε στο Θεό από ανθισμένο μονοπάτι το γέλιο, ο χορός, η χαρά, η τρεις αρχάγγελοι που μας παίρνουν από το χέρι και πάμε.

— Ρώτησε τους, μου ‘πε πάλι ο αβάς, πως ετοιμάζονται να παρουσιαστούν στο Θεό, νηστεύοντας;

— Όχι, όχι, αποκρίθηκε ένας νεαρός δερβίσης γελώντας, τρώμε και πίνουμε και ευλογούμε το Θεό που έδωκε στον άνθρωπο το φαί και το πιοτό.

— Πώς λοιπόν; Επέμεινε ο αβάς

— Χορεύοντας, αποκρίθηκε ο πιο γέρος δερβίσης με την μακριά άσπρη γενειάδα.

— Χορεύοντας; Έκαμε ο αβάς, γιατί;

— Γιατί ο χορός, αποκρίθηκε ο γεροδερβίσης, σκοτώνει το εγώ, και όταν σκοτωθεί το εγώ δεν υπάρχει πια εμπόδια να σμίξεις με το Θεό.

Έλαμψε το μάτι του άβα.

— Το τάγμα του Άγιου Φραγκίσκου! Ξεφώνησε και έσφιξε το χέρι του γέρου Δερβίση. Όμοια και ο Άγιος Φραγκίσκος περνάει τη γης χορεύοντας κι ανεβαίνει στον ουρανό. Τι είμαστε εμείς, έλεγε, παρά οι καραγκιόζηδες του Θεού που γεννηθήκαμε για να φράνουμε τις καρδιές των ανθρώπων; Βλέπεις πάλι, μικρέ μου φίλε, πάντα, πάντα ο ίδιος Θεός.

— Μα τότε, τόλμησα να αντιμιλήσω, γιατί να πηγαίνουν ιεραπόστολοι στις τέσσερις άκρες του κόσμου και να θεν να κάμουν τους ντόπιους να παρατήσουν τη μάσκα του Θεού που τους ταιριάζει και να βάλουν μια ξένη μάσκα στο Θεό, την δικιά μας;

Ο αβάς σηκώθηκε:

— Δύσκολο να σου δώσω απόκριση, είπε, αν δώσει ο Θεός κι έρθεις να συμπληρώσεις τις σπουδές σου στο Παρίσι, έλα σπίτι μου.

Χαμογέλασε με πονηριά:

— Ως τότε, είπε, μπορεί να ‘χω βρει την απόκριση.

Χαιρετήσαμε τους δερβισάδες, μας προβόδισαν με τεμενάδες και χαμόγελα ως την ξώπορτα. Στο κατώφλι ο αβάς μου κάνει:

— Πες τους, σε παρακαλώ, πως τον ίδιο Θεό λατρεύουμε όλοι, κι εγώ, πες τους, είμαι Δερβίσης με μαύρο ράσο.

O Τεκές του Χορασανί-ζαντέ στα Νέα Αλάτσατα Ηρακλείου και ο Σύλλογος των Αλατσατιανών

Οι Οθωμανοί, μετά την κατάληψη του δυτικού τμήματος της Κρήτης και την κατάκτηση των πόλεων Χανίων και Ρεθύμνου, προσπάθησαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα του νησιού, τον Χάνδακα. Μετά, όμως, από την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά τους το 1648 και αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάκτηση της πόλης θα ήταν δύσκολη εξαιτίας του εξαιρετικού οχυρωματικού της συστήματος, το οποίο κατασκευάστηκε από τους Ενετούς, αποφασίζουν την κατασκευή ενός οχυρού.

Το οχυρό αυτό κατασκευάστηκε από τον Γαζή Χουσεϊν Πασά, εκπορθητή του Ρεθύμνου την άνοιξη του 1650, στο υψηλότερο από τα τρία υψώματα Ambrussa, τρία χιλιόμετρα νότια του Χάνδακα, στην περιοχή του σημερινού προαστίου της Φορτέτζας. Το φρούριο αυτό, που ονομάζονταν Κal’a-i Cedid (Νέο φρούριο) στις τουρκικές πηγές, Candia Nova (Νέα Κάντια) στις βενετσιάνικες και ελληνικές και αργότερα έγινε γνωστό ως Inadiye, αποτέλεσε την καρδιά ενός είδους πόλης για τους πολιορκητές του αυτοκρατορικού οθωμανικού στρατοπέδου, μια Οθωμανική Κάντια έξω από την Βενετσιάνικη Κάντια, όπως έχει χαρακτηριστεί.

O οικιστικός αυτός χώρος, που δημιουργήθηκε στα δυτικά και βόρεια του φρουρίου, περιγράφεται τόσο από τον Οθωμανό περιηγητή Evliya Gelebi, την περίοδο 1667-68, όσο και από τους βενετούς ως προάστιο του φρουρίου Νέα Κάντια. Σύμφωνα μάλιστα με τον Gelebi, το προάστιο αυτό είχε 77.000 σπίτια και δωμάτια για τους εργένηδες, επτά τζαμιά χωρίς μιναρέδες, δύο τεκέδες, 2000 εργαστήρια κ.α.

Ένας από τους δύο αυτούς τεκέδες, που αναφέρει ο Evliya Gelebi, ήταν ο τεκές του Χορασανί-ζαντέ Μεβλανά Ντερβίς Αλί Ντεντέ, που τμήμα του σώζεται ως σήμερα στην περιοχή Νέα Αλάτσατα, ενός προαστίου της πόλης του Ηρακλείου, που ιδρύθηκε στη θέση της πόλης των Οθωμανών.

Οι τεκέδες αποτελούν τους χώρους διαμονής και τέλεσης λατρείας των μουσουλμάνων “μοναχών”, των δερβίσηδων, δηλαδή πρόκειται κάτι ανάλογο με τα χριστιανικά μοναστήρια. Οι μεγαλύτεροι τεκέδες δερβίσηδων αποτελούνται από μια μεγάλη αίθουσα για τις τελετουργίες του τάγματος, την “μεϋντανέβι”, το μαυσωλείο του ιδρυτή της μονής, τον turbe, την κατοικία του σεΐχη, του επικεφαλή δηλαδή της μονής και συνήθως και ένα τζαμί. Επίσης, διέθεταν χώρους φιλοξενίας και μεγάλη κουζίνα για τους δερβίσηδες αλλά και τους πολυάριθμους επισκέπτες τους, αφού η φιλοξενία επισκεπτών ήταν επιβεβλημένη και είχε χωριστό τυπικό.

Ένα από τα δώδεκα αρχικά μοναχικά τάγματα των δερβίσηδων, που άνηκαν στην κίνηση των Σιϊτών, ήταν αυτό των Μπεκτασήδων που ιδρύθηκε από τον Haggi Bektas Weli (+1337). Το τάγμα τους, που επικράτησε στο οθωμανικό κράτος τον 15ο και εξαπλώθηκε από τον 16ο αι. και εκτός Μικράς Ασίας, έχει αρκετές ομοιότητες με τον Χριστιανισμό και από δογματική άποψη τοποθετείται ανάμεσα στα δυο μεγάλα θρησκευτικά ρεύματα.

Στην Κρήτη, το τάγμα των Μπεκτασήδων, την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, είχε ιδιαίτερα μεγάλη εξάπλωση σε σχέση με τα άλλα τάγματα που είχαν εγκατασταθεί στο νησί, όπως αυτό των Χαλβετήδων, (ένας τεκές σώζεται στην οδό Αλμυρού στο Ηράκλειο)  των Μεβλεβήδων ( ένας τεκές βρίσκεται στην περιοχή της Σούδας Χανίων) κ. α.

Ένας από τους σημαντικότερους τεκέδες του Ηρακλείου ήταν ο τεκές του Χορασανί-ζαντέ Μεβλανά Ντερβίς Αλί Ντεντέ. Ο Αλί Ντεντέ, που καταγόταν από το Κιρσεχίρ της Μικράς Ασίας, ήταν δερβίσης και επικεφαλής του τάγματος των Μπεκτασήδων που συμμετείχαν στην εκστρατεία για την κατάληψη της Κρήτης. Αρχικά ίδρυσε, τον Απρίλιο του 1647, έναν τεκέ στη Βόνη  και λίγο αργότερα τον τεκέ  κοντά στο φρούριο Ιναντιέ. Ο δεύτερος αυτός τεκές ιδρύθηκε αμέσως μετά την έναρξη της πολιορκίας του Χάνδακα από τους Οθωμανούς και εγκαινιάστηκε την περίοδο του ραμαζανιού, τον Σεπτέμβριο του 1650, για λογαριασμό του σεΐχη των Μπεκτασήδων, Χορασανί Ζαντέ από τον αρχιναύαρχο και κατακτητή του Ρεθύμνου, Γκαζί Ντελί Χουσείν Πασά. Ο Χουσεϊν αφιέρωσε τα έσοδα από το χωριό Βόνη για τη συντήρηση του τεκέ του. Σύμφωνα με τον Gelebi, στον τεκέ διέμεναν ογδόντα δερβίσηδες.

Οι πηγές αναφέρουν ότι η λειτουργία του συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Χουρασανι-Ζαντέ, το 1671, και παρά το γεγονός της ερήμωσής του, σε κάποιες περιόδους, εντούτοις, κατάφερε να επιβιώσει ως και τις αρχές του 20ου αι., όταν με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν και οι τελευταίοι Οθωμανοί από την Κρήτη.

Από τις δύο ανακαινίσεις, τις οποίες γνωρίζομε ότι έγιναν στον τεκέ, η δεύτερη  πραγματοποιήθηκε το 1811 από τον σεΐχη Ντερβίς Αλί Μπαμπά, που καταγόταν από το Χορασάν της Μικράς Ασίας. Ο σεϊχης ήταν γιος του Σουλεϋμάν Μπαμπά, υπεύθυνου για τον τεκέ του Χορασανί-Ζαντέ στην περίοδο πριν το 1811. Ο  Ντερβίς Αλι Μπαμπά, εκτός από τα κτίρια του τεκέ, ίδρυσε και ένα τζαμί, που μαζί με το μαυσωλείο του ιδρυτή του τεκέ, είναι τα μοναδικά κτίσματα του συγκροτήματος που σώζονται έως σήμερα στην περιοχή Νέα Αλάτσατα, στις νότιες παρυφές της πόλης του Ηρακλείου.

Αν και η επίσημη ονομασία της περιοχής έως πριν λίγα χρόνια ήταν Αμπελόκηποι και μετονομάστηκε σε Νέα Αλατσάτα, εξαιτίας της καταγωγής των οικούντων της περιοχής από τα Αλάτσατα της Μάκρος Ασίας, εντούτοις σε όλο τον 20ο αι. και ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν την περιοχή Τεκέ. Τα υπόλοιπα κτίσματα του συγκροτήματος καταστράφηκαν εξαιτίας της δόμησης της περιοχής, αν και κάποια τμήματά τους πιθανόν είναι ενσωματωμένα σε νεωτερικά κτίρια στα νότια και ανατολικά του τζαμιού.

Στα χαμένα τμήματα του τεκέ ανήκουν και οι τρεις κρήνες, η μια εκ των οποίων κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια ανακαίνισής του το 1811, ενώ οι άλλες δύο λίγο αργότερα, από αξιωματούχους του Χάνδακα.

Το τζαμί είναι ένα τετράγωνο κτήριο, διαστάσεων 8×8, με κεραμοσκεπή στέγη. Στην κύρια όψη του, επί της οδού Γ. Μαστρακούλη, βρίσκεται η κύρια είσοδός του, πλαισιωμένη από δύο παράθυρα. Πάνω από το ανώφλι της  σώζεται επιγραφή με τον εξής στίχο από το Κοράνι: «Υπηρέτησε τον Κύριό σου μέχρι να έρθει για σένα η Ώρα που είναι Βέβαιη». Σύμφωνα με τις πηγές ο καλλιγράφος ήταν ο ίδιος ο ανιδρυτής του τζαμιού ο Ντερβίς Αλί Μπαμπά.

Στην εξωτερική όψη, στη ΒΔ γωνία του κτίσματος, βρίσκεται ημικυκλικός εξώστης, που χρησίμευε ως μιναρές, απ’ όπου ο μουεζίνης εξήγγειλε το Κοράνι. Ο εξώστης αυτός συνηθιζόταν στα μικρά συνοικιακά τζαμιά ή στα τζαμιά των τεκέδων, όπως διαπιστώνουμε και από τον ανάλογο εξώστη που βρίσκεται στο τζαμί της Φορτέτζας, ΝΔ από τα Νέα Αλάτσατα. Εσωτερικά το τζαμί φέρει στο βόρειο τμήμα του ξύλινο πατάρι, στο οποίο δίδει πρόσβαση μία ξύλινη κλίμακα. Στον απέναντι από την είσοδο τοίχο, τον τοίχο Kible, όπως ονομάζεται, και στον ίδιο άξονα με την είσοδο, βρίσκεται το μιχράμπ, η κόγχη που δείχνει την κατεύθυνση της ιερής πόλης των Μουσουλμάνων, της Μέκκας, προς την οποία στρέφονται οι πιστοί για να προσευχηθούν. Ένα υψηλό ορθογώνιο πλαίσιο από λαξευτή λιθοδομή περιβάλλει την κόγχη, που στο άνω μέρος της είναι διακοσμημένη με φυτικά κοσμήματα και περιβάλλεται από δυο πολύχρωμες ροζέτες. Η ανάγλυφη επιγραφή κάτω από το γείσο φέρει πάλι ένα στίχο από το Κοράνι.

Η πολυχρωμία αυτή του μιχράμπ, πράσινο στο εξωτερικό πλαίσιο και στην επιγραφή, κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί στις ροζέτες το ανώτερο τμήμα της κόγχης και το γείσο που το επιστέφει, είναι που το καθιστά

μοναδικό στην Κρήτη, αφού σε όλα τα άλλα σωζόμενα το χρώμα έχει απολεπιστεί τελείως ή σώζεται μερικώς.

Βόρεια του τζαμιού και σε απόσταση περίπου 50μ. βρίσκεται το μαυσωλείο του ιδρυτή του τεκέ. Τα μαυσωλεία ή Turbë συνδέονται με την ιστορία των μουσουλμανικών μοναχικών ταγμάτων και αποτελούν ιερούς μουσουλμανικούς χώρους. Τα μαυσωλεία  μπορούσαν να είναι ανεξάρτητα, συνήθως  όμως συνδέονταν με καγκελωτές περιφράξεις με τα τεμένη που βρίσκονταν δίπλα τους.  Η ίδρυση μαυσωλείου σε κάποιο χώρο δεν είχε πάντα ως προϋπόθεση τον τάφο κάποιου αγίου της ισλαμικής θρησκείας. Η παραμονή, ή δράση, ή οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση της τιμώμενης προσωπικότητας συνδεδεμένη με συγκεκριμένο χώρο μπορούσε να αποτελέσει προϋπόθεση ανέγερσης μαυσωλείου. Οι εκδηλώσεις ευσέβειας των Μωαμεθανών στα μαυσωλεία εκδηλώνονταν με προσφορές : λάδι για το κανδήλι, κεριά, ενώ επικρατούσε και η συνήθεια προσφοράς ζώου προς τιμήν του αγίου.

Το μαυσωλείο του Χορασάνι-ζαντέ  ιδρύθηκε το έτος θανάτου του, το 1671,  και αποτελεί ένα από τα οχτώ (8) σωζόμενα μαυσωλεία της Κρήτης, χαρακτηριστικό δείγμα της τυπολογίας αυτών των αρχιτεκτονημάτων. Πρόκειται για  ένα τετράγωνο κτίσμα, διαστάσεων 4×4μ.,  που καλύπτεται με τρούλο ο οποίος στηρίζεται εσωτερικά σε τέσσερα ημιχώνια. Πάνω από την είσοδό του, ένα χαμηλό τοξωτό θύρωμα φέρει φθαρμένη και ασβεστωμένη σήμερα επιγραφή, η οποία αναφέρει:

« Το άγιο ερημητήριο της εξοχότητος του Χαρασανί Ζαντέ Μεβλανά Μερβίς Αλί Ντεντέ από το Κιρχεσίρ, ιμάμη με ελεύθερο πνεύμα των εξωτερικών επιστημών και υψηλόβαθμου δασκάλου των εσωτερικών γνώσεων. Η επίσκεψή του στην Κρήτη έτος 1055 (1645) ίδρυση του τεκέ έτος 1060 (1651). Η πορεία του προς το Θεό έτος 1082 (1671).»

Όπως και το τζαμί, οι γωνίες και τα ανοίγματά του είναι από φροντισμένη λαξευτή λιθοδομή, η οποία όμως επιχρωματίστηκε από τους τωρινούς ιδιοκτήτες του, αφού το μαυσωλείο αποτελεί σήμερα τμήμα της παρακείμενης, νεόδμητης οικίας. Το μαυσωλείο,  την εποχή λειτουργίας του τεκέ, αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του και περιβαλλόταν από μικρό νεκροταφείο, όπως συνηθιζόταν. Το νεκροταφείο, σύμφωνα με τις πληροφορίες περιοίκων, καταστράφηκε κατά την κατασκευή όμορων σπιτιών.

Ο τεκές έπαυσε να λειτουργεί το 1923-24, την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι Τουρκοκρητικοί από το νησί. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες πρόσφυγες, που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, όπως τον Τσεσμέ, το Καραμπουρνού, τα Αλάτσατα, την Αλικαρνασσό, τα Βουρλά, τις Φώκαιες και το Αϊδίνι. Προκειμένου να ενσωματωθούν στην πόλη του Ηρακλείου, δημιουργήθηκαν οργανωμένοι οικισμοί έξω από την παλιά πόλη. Στα νότια της πόλης, μαζί με

τους συνοικισμούς των Νέων Κλαζομενών (Ατσαλένιο Μετόχι) της Φορτέτζας και τον Μπεντεβή, δημιουργήθηκε και ο συνοικισμός των Νέων Αλατσάτων, στη θέση και γύρω από τον Τεκέ του Χορασανί – ζαντέ. Παρά το γεγονός ότι ο τεκές σταμάτησε να λειτουργεί εδώ και δεκαετίες και ο τάφος είναι άδειος, αφού το σκήνωμα του Χορασανί –ζαντέ μεταφέρθηκε στην Τουρκία, εντούτοις έως και σχετικά πρόσφατα, οι τουρκοκρητικοί και οι απόγονοί τους που επισκέπτονται την Κρήτη, φθάνουν ως εδώ και αναζητούν τον τάφο του.

Το έτος 1992 ο  Δήμος Ηρακλείου εξαγόρασε το τζαμί και αφού το ανακαίνισε, το παραχώρησε στο σύλλογο Αλατσιατανών, έναν από τους πιο δραστήριους συλλόγους της πόλης,  ο οποίος και το χρησιμοποιεί ως έδρα του  αλλά και για διάφορα πολιτιστικά δρώμενα.

Κώστας  Γιαπιτζόγλου

Αρχαιολόγος

Μεβλεβή  δερβίσιδες Το τάγμα των μεβλεβί

Το σημαντικότερο από τα μοναστικά τάγματα του Ισλάμ, η μυστικιστική παράδοση του οποίου περικλείει όλη τη φιλοσοφία του σουφισμού, είναι το τάγμα των δερβίσηδων Μεβλεβί ή τάγμα των περιδινούμενων δερβίσηδων, όπως είναι ευρύτερα γνωστό. Το τάγμα αυτό ανήκει στην κατηγορία των σουνιτικών ταγμάτων. Ιδρυτής του υπήρξε ο Μεβλανά Τζελαλουντίν Ρουμί (που κατά κυριολεξία σημαίνει ο κύριος ημών Τζελαλουντίν ο Ρωμαίος), Πέρσης ποιητής, φιλόσοφος και διανοούμενος. Ο Τζελαλουντίν Ρουμί γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1207 στην πόλη Μπαλχ του Χορασάν. Ήταν γιος του Μεχμέτ Μπεχαεντίν, που ήταν απόγονος του Αμπού Μπακρ -συντρόφου και διαδόχου του Προφήτη- και της πριγκίπισσας Μουμινέ. Ο πατέρας του ήταν γνωστός και με το όνομα Σουλτάν ελ Ουλεμά (σουλτάνος των ουλεμάδων), καθώς ήταν ένας από τους μεγαλύτερους νομοδιδάσκαλους της εποχής του.

Ο Μεχμέτ Μπεχαεντίν με την οικογένειά του έφυγε από το Χορασάν και εγκαταστάθηκε στο Ικόνιο³ της Μικράς Ασίας, πρωτεύουσα του Σελτζουκικού Κράτους, την εποχή της βασιλείας του Σελτζούκου σουλτάνου Αλαεντίν. Ο σουλτάνος Αλαεντίν είχε παραμείνει για χρόνια εξόριστος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και είχε έλθει σε επαφή με τον χριστιανισμό και τον βυζαντινό πολιτισμό. Την εποχή εκείνη είχε ξεσπάσει ένας μεγάλος διωγμός εναντίον των σούφι από τον βασιλιά της Μπαλχ Κβαρίζμ Σαχ, κάτω από την επιρροή ισχυρών σχολαστικών μουσουλμάνων. Ένας μάλιστα σούφι, κατά διαταγή του βασιλιά, πνίγηκε στον ποταμό Ώξο. Ακολούθησε η εισβολή των Μογγόλων του Τζένγκις Χαν στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας, που προκάλεσε τον διασκορπισμό των σούφι. Μια ομάδα έφτασε στη Βαγδάτη, όπου έμαθε για την ολοκληρωτική καταστροφή της Μπαλχ και τη σφαγή των κατοίκων της.
Αρχικά η οικογένεια του Ρουμί εγκαταστάθηκε στη Νισαμπούρ. Εκεί ο Τζελαλουντίν -παιδί ακόμη- συνάντησε τον μεγάλο σούφι δάσκαλο και ποιητή Αττάρ, ο οποίος είπε γι’ αυτόν: «Αυτό το αγόρι θ’ ανάψει στον κόσμο τη φωτιά της θείας εξύψωσης». Ο Τζελαλουντίν ήλθε σε επαφή με τον Μεγάλο Δάσκαλο και ποιητή Ιμπν Ελ Αραμπί, που τον καιρό εκείνο βρισκόταν στη Βαγδάτη.
Ο Ρουμί ήταν σαράντα χρόνων όταν άρχισε τις δημόσιες μυστικιστικές διδασκαλίες του. Γνώριζε αρκετά την ελληνική γλώσσα και είχε έλθει σε επαφή με τον χριστιανισμό, όπως αποδεικνύεται από πολλά ποιήματά του. Απέδιδε υψηλότερη θέση στον Ιησού Χριστό, απ’ ό,τι απέδιδαν οι σύγχρονοί του μουσουλμάνοι σουνίτες. Λέγεται μάλιστα ότι τα πρώτα μέλη του τάγματος ήταν χριστιανοί μοναχοί , από τη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους στο Ικόνιο, οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με τον Μεβλανά Τζελαλουντίν και μυήθηκαν στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του. Συνιδρυτής του τάγματος των μεβλεβήδων δερβίσηδων θεωρείται και ο Σεμσεντίν από την Ταυρίδα.

Ο χορός των δερβίσιδων

Από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσης του τάγματος, ο δάσκαλος Τζελαλουντίν εισήγαγε στο τελετουργικό της προσευχής τη μουσική και τον χορό των δερβίσηδων. Ο χορός αυτός ήταν κυκλικός, ήταν δηλαδή μια περιδίνηση κάθε δερβίση περί τον εαυτό του. Μέσα από αυτή την κυκλική κίνηση και τη δημιουργία διαφόρων σχημάτων

οι μεβλεβήδες δερβίσηδες απεικόνιζαν την κίνηση του ηλιακού συστήματος και των πλανητών. Με τις συνεχείς περιστροφές, οι δερβίσηδες οδηγούνταν σε εξαφάνιση του «εγώ», συντονίζονταν με τους ρυθμούς και την αρμονία των πλανητών και περιέπιπταν σε μια κατάσταση που τους βοηθούσε να ενωθούν με τον Θεό.
Ο Ρουμί, που ήταν και μεγάλος ποιητής, αγαπούσε βαθιά την τέχνη. Η μουσική, ο χορός και η ποίηση καλλιεργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στις συναντήσεις των δερβίσηδων. Τα σπουδαιότερα έργα του Μεβλανά, τα οποία έχουν γραφεί στα περσικά, είναι τα ακόλουθα: Μενσεβί, Σερίφ, Φιχτ-μα-Φιχ, Ντιβάνι Κεμπίρ, Μετζαλίσι, Σεμπάα και Μεκτουμπά.
Ο Ρουμί αφιέρωσε 43 χρόνια στη συγγραφή των έργων του. Οι Πέρσες εκτιμούν πολύ το ποιητικό, φιλολογικό και μυστικιστικό του έργο ώστε να το χαρακτηρίζουν «το Κοράνι στη γλώσσα πεχλεβί» και αυτό παρά το γεγονός ότι έρχεται σε αντίθεση με τη σιιτική πίστη, το εθνικό δόγμα των Περσών. Ο Τζελαλουντίν Ρουμί αγαπούσε την απλότητα. Αν και γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας, είχε μαθητές απ’ όλες τις τάξεις και τα επαγγέλματα. Όταν πέθανε, το 1273, άφησε πίσω τον γιο του Μποχεντίν στην ηγεσία του τάγματος των μεβλεβήδων. Άνθρωποι κάθε πίστης, με τους οποίους ερχόταν καθημερινά σε επαφή, παρακολούθησαν την κηδεία του. Ένας χριστιανός ρωτήθηκε γιατί έκλαιγε τόσο πικρά για τον θάνατο ενός μουσουλμάνου δασκάλου και εκείνος απάντησε:
«Τον εκτιμούμε όπως τον Μωυσή, τον Δαβίδ και τον Ιησού στην εποχή τους. Είμαστε όλοι οπαδοί και μαθητές του».
Ο Μεβλανά ετάφη σε Μαυσωλείο στο μοναστήρι των Μεβλεβί στο Ικόνιο. Στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, το τάγμα των μεβλεβήδων εξαπλώθηκε και ίδρυσε πολλούς τεκέδες σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι κατέφευγαν κατά καιρούς στη βοήθεια των φωτισμένων σούφι δασκάλων του τάγματος των μεβλεβήδων, για να ζητήσουν τις συμβουλές τους και να τους καθοδηγήσουν για το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Από τον Πορθητή ως τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ και τον Αβδούλ Χαμίτ, οι δερβίσηδες αυτοί έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην οθωμανική αυλή. Στα χρόνια της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808) και μέχρι την κατάργηση του σουλτανάτου, οι μεβλεβήδες δερβίσηδες αναβαθμίσθηκαν σε σχέση με τους μπεκτασήδες, παραδοσιακούς προστάτες του στρατού των γενιτσάρων, που διέλυσε ο Μαχμούτ Β’.