14

Χρονογράφημα: Ξηρά σύκα Χίου

του Κώστα Αρβανιτάκη

Είναι κάποια Χριστούγεννα που έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου, και που αν τα συγκρίνεις με αυτά των σημερινών παιδιών, νιώθεις μέσα σου μια ανείπωτη τρυφερότητα για εκείνα τα φτωχά μα πάντα πιο χαρούμενα και ευτυχισμένα χρόνια.
Δεν ήταν τότε τα μεγάλα στολισμένα δέντρα, ούτε τα πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια που ξετρελαίνουν τους σημερινούς πιτσιρικάδες. Τότε και τα πιο απλά πράγματα έφερναν χαρά στο σπίτι μας και γέμιζαν με ευτυχία τις καρδίες και τα στομάχια μας.
Εκείνα τα χρόνια είμαστε τα παιδιά που μεγαλώνανε με την αμερικανική βοήθεια. Στις πόλεις ειδικά, που τα τρόφιμα ήταν λίγα και τα οικονομικά πενιχρά , πορευόμαστε στην ζωή μέσα από τα σχολικά συσσίτια.
Κίτρινο γάλα-σκόνη, κίτρινο τυρί και μουρουνόλαδο-βιταμίνες ήταν η βασική διατροφή μας, που γινόταν στα διαλείμματα του μαθήματος και στην καθημερινή ουρά στην αυλή του σχολείου, μαζί με το ολόφρεσκο άσπρο ψωμί ζυμωμένο στο σπίτι από καναδέζικο καλαμποκάλευρο τη γνωστή στους παλαιότερους «μανιτόμπα».
Οι γονείς μας, τρομαγμένοι ακόμα με τον πόλεμο και τον αλληλοσπαραγμό του εμφύλιου, με το καθημερινό κυνήγι για τα «φρονήματα» και το διάβασμα της «αριστερής» εφημερίδας, προσπαθούσαν να βρούνε τρόπους να μας ταΐσουν για να μην πεθάνουμε από την πείνα και τις αρρώστιες που ήταν πάντα απειλητικές, αφού δεν υπήρχαν φάρμακα και εμβόλια.
Κάποια χρονιά, θάτανε μέσα στη δεκαετία του ’50, Χριστούγεννα παγωμένα, σ’ ένα σπίτι που το ζέσταινε γλυκά η φωτιά στο μαγκαλάκι με την πυρήνα, ο πατέρας μου μας έκανε την μεγάλη έκπληξη!
Είχε ένα φίλο Αλατσατιανό προμηθευτή – Ο Νίκος ο Μπαλαχούτης — που ταξίδευε στα νησιά και έκανε εμπόριο με προϊόντα που τραβούσε η αγορά του Ηρακλείου. Εκείνη τη χρονιά είχε πάει στη Χίο και είχε φέρει του κόσμου τα καλά. Γλυκά χιώτικα, μαστίχα, χιώτικο ούζο, κοπανιστή, λακέρδα σε μεγάλα δοχεία, παστές σαρδέλες, παστούς κολιούς και ξερά σύκα. Έξυπνος έμπορας ο Μπαλαχούτης, με συνεργάτη τον Γιάννη τον Ασπρόμουγκο, παραμονές Χριστουγέννων, κουβάλησε στη Κρήτη όλα τα καλά της Χίου. Να πω εδώ πως αυτά τα συχνά εμπορικά ταξίδια κάποτε παρά λίγο να του στοιχίσουν τη ζωή, όταν βρέθηκε μια ολόκληρη νύχτα ναυαγός πάνω στη Φαλκονέρα – ένα μικρό ξερονήσι κάπου κοντά στη Μήλο – με το πλοίο της γραμμής, το «Αντρίας».
Από όλες τις Χιώτικες λιχουδιές ο πατέρας μου αγόρασε, με «πίστωση» εννοείται, διάφορα πράγματα για το μαγαζί και ένα κοφινάκι σύκα για το σπίτι. Παραμονή Χριστούγεννα, το μεσημέρι, μας το έφερε. Ήταν ένα πλεκτό καλάθι, διπλάσιο από τα συνηθισμένα, γεμάτο ξερά σύκα πασπαλισμένα με καβουρντισμένο σουσάμι, πατημένα καλά ανάμεσα σε φύλλα δάφνης. Από πάνω ήταν σκεπασμένο και ραμμένο με λινάτσα που είχε τυπωμένη με μαύρο μελάνι μια μεγάλη διαφημιστική στάμπα με τη φράση: ΞΗΡΑ ΣΥΚΑ ΧΙΟΥ.
Σύκα! Θύκα! Θύκα! Ήταν τα επιφωνήματα έκπληξης και χαράς μαζί από εμάς τους τρεις πιτσιρικάδες, τα παιδιά!
«Πάρτε από ένα και τα άλλα να τα φυλάξουμε για τις γιορτές», ήταν η συμβουλή και η προτροπή της μάνας, πάντα επιφυλακτική για το αύριο.
«Τόθα θύκα και θα πάρουμε μόνο ένα;», μουρμούρισε ο μικρότερος της οικογένειας.
Από εκείνη την μέρα και μέχρι την Πρωτοχρονιά, άρχισε το «κυνήγι για σύκα». Ο νους μας ήταν να βρούμε το κοφίνι για να αρπάξουμε στα κρυφά όσα σύκα μπορούσαμε να φάμε κρυμμένοι κάτω από τα στρώματα και τα κρεβάτια. Το κοφινάκι βέβαια, ήταν μεγάλο και δεν κρυβόταν εύκολα. Με την πρώτη ομαδική έρευνα της ημέρας το βρίσκαμε και κατεβάζαμε το περιεχόμενο μερικούς πόντους. Ας μας πρόδιδε το σουσάμι που το σκορπούσαμε παντού από την βιασύνη μας να καταβροχθίσουμε όσα πιο πολλά σύκα μπορούσαμε. Τι να έκανε και η μάνα μας!
Έτσι οι γιορτινές μέρες ήταν ολόγλυκες και μυρωδάτες από τα γλυκά ξεραμένα σύκα της Χίου, πασπαλισμένα με σουσάμι και τα φύλλα της δάφνης στις στρώσεις τους.
Μας είχε πιάσει τέτοια μανία με τα σύκα, που γρήγορα χωρίς να το καλοκαταλάβουμε το κοφινάκι άδειασε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όταν το αντιλήφτηκε ο πατέρας μου – η μάνα μου προσπαθούσε όσο μπορούσε να μας κρύψει – έβγαλε το ζωνάρι του και μας έκανε μια «καλή χέρα» με ξύλο. Έτσι η γλύκα από τα ξερά σύκα συνοδεύτηκε με το απαραίτητο «μπερντάχι» για να τιμωρηθούμε για τη λαιμαργία μας.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς βάλαμε τον μικρότερο μέσα στο άδειο πια κοφινάκι και γυρίσαμε την γειτονιά για να πούμε τα κάλαντα. Έπρεπε να μαζέψουμε κανένα τάλιρο για να πάρουμε το παιχνίδι που μας άρεσε. Ο καθένας από ένα τενεκεδένιο αυτοκινητάκι, «σκαθαράκι», σε τρία χρώματα, για να τα ξεχωρίζουμε μεταξύ μας.

Χρόνια Πολλά.
Καλή Χρονιά